- χαμήλωση
- ηη ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαμηλώνω, το χαμήλωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαμήλωση — η, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια τού χαμηλώνω 2. ελάττωση τού ύψους, χαμήλωμα … Dictionary of Greek